εύηχος

εύηχος
-η, -ο (ΑΜ εὔηχος, -ον)
1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)
2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.).
επίρρ...
εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)
1. με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό
2. με δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιθέτως προς τα παλαιότερα σύνθετα σε -ηχής (πολυ-ηχής, υψ-ηχής κ.λπ.) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. ηχή, τα νεώτερα σύνθετα σε -ηχος όπως το εύ-ηχος (πρβλ. και άντ-ηχος) παράγονται μάλλον από τον νεώτερο τ. ήχος ()].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὔηχος — euphonious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηχότερον — εὔηχος euphonious adverbial comp εὔηχος euphonious masc acc comp sg εὔηχος euphonious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήχως — εὔηχος euphonious adverbial εὔηχος euphonious masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔηχον — εὔηχος euphonious masc/fem acc sg εὔηχος euphonious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηχότερα — εὔηχος euphonious neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήχοις — εὔηχος euphonious masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήχου — εὔηχος euphonious masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήχους — εὔηχος euphonious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήχων — εὔηχος euphonious masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήχῳ — εὔηχος euphonious masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”